ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ (1938) - μτφ. Αδ. Ν. Διαμαντόπουλου
Σκληρόδετο / Πανόδετο βιβλίο.
Χρυσοτυπίες στο εξώφυλλο και στην ράχη.
Γλώσσες αρχαία ελληνική και καθαρεύουσα.
Άριστη κατάσταση.
ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
(ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΟΠΩΣ ΑΝ ΕΚ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΩΦΕΛΟΙΝΤΟ ΛΟΓΩΝ)
Εισαγωγή: ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΣΙΜΟΥ ΜΠΑΛΑΝΟΥ
Κείμενον-Μετάφρασις-Σημειώσεις: ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ Ν. ΔΙΑΜΑΝΤΟΠΟΥΛΟΥ
Εκδόσεις: ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ "ΠΑΠΥΡΟΣ"
Τόπος εκδόσεως: ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
Έτος εκδόσεως: 1938
Σελίδες: 96
Διαστάσεις: 21 Χ 15
---
Ο Μέγας Βασίλειος (Καισάρεια Καππαδοκίας 330 – Καισάρεια Καππαδοκίας 1 Ιανουαρίου 379), γνωστός και ως Βασίλειος Καισαρείας ή απλώς Άγιος Βασίλειος, ήταν Καππαδόκης, επίσκοπος της Καισάρειας στην Καππαδοκία της χερσονήσου της Μικράς Ασίας, και Εκκλησιαστικός Πατέρας. Υποστήριξε το Σύμβολο της Πίστεως και αντιτάχθηκε στις αιρέσεις των πρωτοχριστιανικών χρόνων, μεταξύ των οποίων και του Αρειανισμού (Αρειανική διαμάχη). Είναι ένας από τους Τρεις Ιεράρχες, που θεωρούνται προστάτες της παιδείας, μαζί με τον Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Τιμάται ως Άγιος από τις Χριστιανικές Εκκλησίες και η μνήμη του γιορτάζεται την 1η Ιανουαρίου από την Ορθόδοξη Εκκλησία και στις 2 Ιανουαρίου από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και την Αγγλικανική Εκκλησία.
Ο Μέγας Βασίλειος είναι ένας από τους σημαντικότερους δογματικούς θεολόγους του Ορθοδόξου Χριστιανισμού, με σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη του Τριαδικού δόγματος. Διεκήρυξε την ενότητα της Αγίας Τριάδας ως μιας ουσίας και προχώρησε στον προσδιορισμό του υποστατικού διαχωρισμού των Προσώπων της. Κάθε υπόσταση διακρίνεται από ορισμένους τρόπους ύπαρξης και μεμονωμένα χαρακτηριστικά (ιδιώματα): ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννηθείς αχρόνως και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό διά του Πατρός. Η μόνη προτεραιότητα του Πατέρα είναι λογική, μη χρονική και δεν ενέχει καμία ανωτερότητα.
Στο έργο τόνισε επίσης τη σημασία της διάκρισης μεταξύ ουσίας και ενεργειών του Θεού. Μεταξύ του άκτιστου Θεού και του κτιστού κόσμου υπάρχει οντολογικό χάσμα, που αποκλείει την κατ’ ουσία κοινωνία και σχέση μεταξύ τους. Ο Θεός καθίσταται αντιληπτός στον κόσμο διά των ενεργειών του. Το ότι ο κόσμος διατηρείται στο «είναι» οφείλεται στη δημιουργική, συνεκτική και ζωοποιό ενέργεια του Θεού.
Ο Βασίλειος υπήρξε θαυμαστής του μεγάλου Αλεξανδρινού φιλοσόφου Ωριγένη αλλά στο ερμηνευτικό του έργο απορρίπτει την αλληγορική μέθοδο και πλησιάζει προς την αντιοχειανή σχολή. Ερμηνεύει χρησιμοποιώντας το κείμενο ως αφορμή έκθεσης των προσωπικών του θέσεων.
Κεφαλαιώδης ήταν και η συμβολή του στην αξιολόγηση της θύραθεν παιδείας μέσα στη χριστιανική Εκκλησία. Μελετητής ο ίδιος και γνώστης της ελληνικής φιλοσοφίας, τη χρησιμοποιεί ως όργανο επεξεργασίας και διατυπώσεως των θεολογικών του αντιλήψεων. Η φιλοσοφία, κατά τον Βασίλειο, πρέπει να μελετάται υπό το νέο χριστιανικό πρίσμα. Δεν απορρίπτει τη μελέτη των κλασσικών γραμμάτων, αντίθετα προτρέπει στη χρήση τους ως ένδυμα της χριστιανικής θρησκευτικής διδασκαλίας.
Στον τομέα του μοναχισμού ανέλαβε δράση, θέτοντάς τον υπό τον έλεγχο της εκκλησιαστικής ηγεσίας και εισήγαγε την ομολογία της αφιερώσεως στο Θεό και της εντάξεως στην αδελφότητα, η οποία προέβλεπε αγαμία, υπακοή και ακτημοσύνη. Επίσης, έθεσε την αυθαίρετη πνευματικότητα του μοναχισμού στη σταθερή βάση της Αγίας Γραφής και τοποθέτησε τους μοναχούς στη γραμμή του κοινού βίου και της οργανωμένης δράσης.
Στις ημέρες του υπήρξε μια σοβαρή αίρεση, ο Αρειανισμός, και ο Άγιος αγωνίστηκε για την ενότητα της εκκλησίας, για αυτό έγραψε και σπουδαία θρησκευτικά συγγράμματα, όπως το «Περί Αγίου Πνεύματος» και εργαζόταν σκληρά προς την επίλυση των διαφορών, δείχνοντας μόνο τον δρόμο της αγάπης.
Πλούσιο είναι και το νομικό του έργο, το οποίο βρίσκουμε συγκεντρωμένο κυρίως στις επιστολές του προς τον Αμφιλόχιο Ικονίου, από τις οποίες προήλθαν οι 85 κανόνες που, αφού επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο εν Τρούλω στα τέλη του 7ου αιώνα (691/2), αποτελούν έως σήμερα, ως συστατικό στοιχείο των νομοκανονικών συλλογών, βασικό βοήθημα του εκκλησιαστικού δικαίου. Το ίδιο ισχύει και για ένα άλλο νομικό του έργο, τους λεγόμενους «Μοναχικούς κανόνες», διατάξεις που αφορούν την οργάνωση των μονών και τη διαβίωση των μοναχών. Οι κανόνες αυτοί δεν επικυρώθηκαν ποτέ. Η έλλειψη ωστόσο συνοδικής επικυρώσεως δεν επηρέασε, λόγω του κύρους του συντάκτη, την εφαρμογή τους στην πράξη. Ενδεικτικό της μεγάλης εκτίμησης στο έργο του Μεγάλου Βασιλείου που έτρεφαν οι ερμηνευτές των δικαιϊκών πηγών, όχι μόνο του χώρου της Εκκλησίας αλλά και της Πολιτείας, αποδεικνύεται από τη συχνή παραπομπή των κανόνων του στα σχόλια των Βασιλικών, της τελευταίας δηλαδή επίσημης κωδικοποιήσεως που πραγματοποιήθηκε κατ΄ εντολήν του Λέοντος ΣΤ΄ του Σοφού στα τέλη του 9ου αιώνα. Ιδιαίτερα αισθητή είναι η επίδραση του Μεγάλου Βασιλείου στο Οικογενειακό Δίκαιο, όπου πρώτος έθεσε με κατηγορηματικότητα το όριο των τριών επιτρεπόμενων γάμων, που απετέλεσε μέχρι το 1982 πολιτειακό δίκαιο και εξακολουθεί ακόμη να ισχύει επί του θρησκευτικού γάμου.